χρονολόγηση

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια του χρονολογώ, καθορισμός χρονολογίας, η τοποθέτηση τών γεγονότων στον χρόνο
2. (σχετικά με έγγραφο) αναγραφή χρονολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονολογώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρονολόγησις, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].