χρυσοπρόσωπος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
χρυσοπρόσωπον, goldenfaced, epithet of the sun, PMag.Par.2.133.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως επίθ. του ήλιου) αυτός που έχει χρυσό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. χαλκοπρόσωπος.
Léxico de magia
-ον que tiene dorado rostro de Helios ὁ ὢν φιλομαντόσυνος, ὁ χ., ὁ χρυσαυγής tú que eres amigo de oráculos, el que tiene dorado rostro, el de dorados destellos P III 134