χρωματογράφος

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
χημ. διάταξη η οποία επιτρέπει την εκτέλεση χημικών διαχωρισμών και αναλύσεων με τη μέθοδο της χρωματογραφίας
μσν.
ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -γράφος. Ως όρος της χημείας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. chromatographe].