χτυποκάρδι
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
Greek Monolingual
και κτυποκάρδι, το, Ν
καρδιοχτύπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χτύπος / κτύπος + καρδιά, με αντιστροφή τών συνθετικών της λ. καρδιοχτύπι (πρβλ. φυλλομετρώ: μετροφυλλώ)].