χωματουργός

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

ο, Ν
εργαζόμενος σε χωματουργικά έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλουργός].