Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
ο, Νεργαζόμενος σε χωματουργικά έργα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλουργός].