Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
[Seite 1361] τό, zsgzgn χῶνον, = χόανος.
και χῶνον, τὸ, Αχοάνη, χωνευτήριο για τήξη μετάλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χοάνη /χώνη με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].