χύσιμο
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
το, Ν
1. χύση
2. εκσπερμάτιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ- του αορ. έ-χυσ-α του χύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].