Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψέλλισμα

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέλλισμα Medium diacritics: ψέλλισμα Low diacritics: ψέλλισμα Capitals: ΨΕΛΛΙΣΜΑ
Transliteration A: pséllisma Transliteration B: psellisma Transliteration C: psellisma Beta Code: ye/llisma

English (LSJ)

-ατος, τό, inarticulate speech, of a child's attempts at talking, Him.Or.23.21; of a nurse's 'baby-talk', Sor.1.109 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1393] τό, das Gestammelte, Gestotterte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψέλλισμα: τό, τό ψελλισθέν ὑπὸ νηπίου, τραύλισμα, λέξις ἀσαφὴς. Ἱμέρ. 23. 21, καὶ Ἐκκλ.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ψελλίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ψελλίζω, δυσχέρεια στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(κυρίως για νήπια) ασαφής, άναρθρος λόγος.