ψαροπούλι

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσοπούλι)].