ψείρα

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών άπτερων εξωπαρασιτικών εντόμων της τάξης φθειράπτερα
2. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ομόπτερων εντόμων, παρασίτων τών φυτών
3. στον πληθ. οι ψείρες
μτφ. πολύ μικρά και δυσδιάκριτα γράμματα
4. παροιμ. «αλί που το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» — λέγεται για πολύ άτυχο άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθεῖρα, αιτ. του φθείρ, -ειρός (), κατ' επίδραση του ψύλλος.