ψυχαῖος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
α, ον, of the soul, σπινθήρ Orac. Chald. ap. Lyd.Mens.1.11; φύσεις Simp. in Ph.780.14.
German (Pape)
[Seite 1403] von der Seele, zur Seele gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχήν, Παύλ. Σιλ. Ἄμβων 16
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
ο σχετικός με την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].