καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
inf. ao. de ψάλλω.
ψῆλαι: απαρ. αορ. αʹ του ψάλλω.
ψῆλαι inf. aor. act. van ψάλλω.
ψῆλαι: inf. aor. к ψάλλω.