ωφέλεια
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
Greek Monolingual
η / ὠφέλεια, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὠφελία, και ιων. τ. ὠφελίη, Α ὠφελώ
όφελος, κέρδος, απολαβή, χρησιμότητα, συμφέρον (α. «δεν υπάρχει καμιά ωφέλεια σε αυτό που κάνεις» β. «τὴν... κοινὴν ὠφελίαν... φυλάξαι», Θουκ.)
αρχ.
1. (ιδίως σχετικά με πόλεμο) α) βοήθεια, προστασία, υποστήριξη («ὠφελίαν... ἀνδρὶ φέρειν», Ευρ.)
β) λάφυρο, λεία («ταῖς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πολέμου... ὠφελείαις», Πολ.)
2. θήραμα, κυνήγι
3. (σχετικά με ληστή) προϊόν διαρπαγής
4. στον πληθ. αἱ ὠφέλειαι
πηγή κέρδους
5. φρ. α) «ἐν ὠφελείᾳ ἐστί» — είναι ωφέλιμο (Ισοκρ.)
β) «ὠφέλεια περὶ τὸ πρᾶγμα»
(δικαν. όρος) η άμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα
γ) «ὠφέλεια έξω τοῦ πράγματος»
(δικαν. όρος) η έμμεση ωφέλεια που προέρχεται από ένα πράγμα με τη συνδρομή διαφόρων εξωτερικών παραγόντων.