κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
διατριβή, λεσχηνεία, ὀαρισμός, λαλιά, ἔντευξις, μακρολογία, λέσχη, λέσχα, μυθολογία, διαλογισμός, διάλογος, ὄαρος, φῆμις, ὀαριστύς, διάλεκτος, κοινολογία, συνουσία, μῦθος, ὁμιλία