доводить до конца
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Russian > Greek
ἀναπληρόω, ἀπαρτίζω, συναποτελέω, ἐκτελέω, ἐκτελείω, τελεσιουργέω, διεκπεραίνω, ἀποτελειόω, διαπεραίνω, ἄνω, τελειόω, τελεόω, ἐπεξεργάζομαι, διατελέω, διανύω, διανύτω, ἐπιτελέω, συμπεραίνω, προστεκταίνομαι, ἐκτολυπεύω, ἀπεργάζομαι, περαίνω, διαπράσσω