медлительный
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Russian > Greek
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
χρόνιος, σχολαῖος, ἀμβολιεργός, βραδύς, νωχελής, νωθής, ὀκνηρός, μελλητικός, ὑστερόπους, ἁβροβάτης, δυσκίνητος, δυσκίνατος