пышность
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
Russian > Greek
σχῆμα, πολυτέλεια, πολυτεληΐη, μεγαλοεργία, μεγαλουργία, πρόστασις, προστασία, ἁβρότης, φιλοκυδής, σχηματισμός, ὀγκηρόν, πανηγυρισμός, χλιδή, σπατάλη, χλίδημα, σεμνότης, φαντασία, ἐξουσία, πομπή