сплошной
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Russian > Greek
ἄκριτος, συνεκτικός, διηνεκής, διανεκής, ἀθρόος, συνεχής, ἀδιάσπαστος, ἄλυτος, πυκινός, οὖλος, δυσέκλειπτος, μονοφυής, μουνοφυής, παμπλήρης, συμφυής