страстный
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
Russian > Greek
περιμάχητος, πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός, ὑγρός