управление
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
Russian > Greek
ἀγωγή, διαχείρισις, οἰκονομία, οἰκονομικά, ἡνιοχεία, προστατεία, οἴκησις, ἐπιτροπεία, ἡγεμονία, ἡγεμονίη, κατάρτισις, χειρισμός, διοίκησις, οἰάκισμα, κυβέρνησις, κυβέρνασις, ἀνακτορία, ἀνακτορίη, ἀρχή