ἀκαιροπαρρησία

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαιροπαρρησία Medium diacritics: ἀκαιροπαρρησία Low diacritics: ακαιροπαρρησία Capitals: ΑΚΑΙΡΟΠΑΡΡΗΣΙΑ
Transliteration A: akairoparrēsía Transliteration B: akairoparrēsia Transliteration C: akairoparrisia Beta Code: a)kairoparrhsi/a

English (LSJ)

ἡ, ill-timed freedom of speech, Eust.1069. 10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
parloteo inoportuno o inconveniente Eust.1069.10, Op.225.50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαιροπαρρησία: ἡ, ἄκαιρος ἐλευθεροστομία, Εὐστ. Πονημ. 225. 50, καὶ ἀλλ.· καὶ ἀκαιρο-παρρησιαστής, οῦ, ὁ, ὁ αὐτὸς 1857. 2.

Greek Monolingual

ἀκαιροπαρρησία, η (Μ)
άκαιρη, ανάρμοστη ελευθεροστομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησία.

German (Pape)

ἡ, unzeitige Freimütigkeit, Eust.