ἀκαιροπαρρησία
From LSJ
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
English (LSJ)
ἡ, ill-timed freedom of speech, Eust.1069. 10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
parloteo inoportuno o inconveniente Eust.1069.10, Op.225.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαιροπαρρησία: ἡ, ἄκαιρος ἐλευθεροστομία, Εὐστ. Πονημ. 225. 50, καὶ ἀλλ.· καὶ ἀκαιρο-παρρησιαστής, οῦ, ὁ, ὁ αὐτὸς 1857. 2.
Greek Monolingual
ἀκαιροπαρρησία, η (Μ)
άκαιρη, ανάρμοστη ελευθεροστομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαιρος + παρρησία.
German (Pape)
ἡ, unzeitige Freimütigkeit, Eust.