ἀκατακράτητος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ἀκατακράτητον, Glossaria on ἀάσχετος, EM1.31.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, EMα 4
•subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) κατακρατῶ
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.