ἀλέματος

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέματος Medium diacritics: ἀλέματος Low diacritics: αλέματος Capitals: ΑΛΕΜΑΤΟΣ
Transliteration A: alématos Transliteration B: alematos Transliteration C: alematos Beta Code: a)le/matos

English (LSJ)

ἀλεμάτως, Dor for ἠλέματος: idle, vain.

Spanish (DGE)

v. ἠλέματος.

German (Pape)

[Seite 92] dor. für ἠλέματος, Synes., vgl. Caliim. Cer. 91.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠλέματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέματος: дор. = ἠλέματος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέματος: ἀλεμάτως, Δωρ. ἀντὶ ἠλέματος, ἠλεμάτως.

Greek Monotonic

ἀλέματος: ἀλεμάτως, Δωρ. αντί ἠλέματος.