ἀλλόμορφος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἀλλόμορφον, of strange shape, τέρατα, σώματα Hp.Morb.4.93.
Spanish (DGE)
-ον
de forma extraña σώματα en alucinaciones, Hp.Vict.4.93.
German (Pape)
[Seite 104] anders gestaltet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόμορφος: -ον, ἀλλοειδής, ἀλλοίαν ἔχων μορφήν, Ἱππ. 379. 51., 380. 24.
Greek Monolingual
ἀλλόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει άλλη παράδοξη μορφή, αλλόκοτος, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -μορφος < μορφή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλομορφῶ].