ἀμηχανοεργός

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμηχᾰνοεργός Medium diacritics: ἀμηχανοεργός Low diacritics: αμηχανοεργός Capitals: ΑΜΗΧΑΝΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: amēchanoergós Transliteration B: amēchanoergos Transliteration C: amichanoergos Beta Code: a)mhxanoergo/s

English (LSJ)

ἀμηχανοεργόν, unfit for work, Hes.Fr.198.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνοεργός: неспособный к труду Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.