ἀμπελόφυτος
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ἀμπελόφυτον, planted with vines, growing vines, D.S.1.36, Str.5.3.1, Ph.2.371.
Spanish (DGE)
-ον
que produce vides o plantada de vides χώρα D.S.1.36, 5.16, γῆ Str.5.3.1, Ph.2.371, PMasp.151.125 (VI a.C.), κῶμη Str.9.5.19, νῆσος EM 712.49G, ὄρη Poll.1.228.
German (Pape)
[Seite 129] mit Wein bepflanzt, Strab.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελόφῠτος: засаживаемый виноградниками (sc. χώρα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελόφῠτος: -ον, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, ἀμπελοφόρος τόπος, Διον. 1. 36, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμπελόφυτος, -ον)
(για τόπους) ο φυτεμένος με αμπέλια, κατάφυτος από αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φυτος < φύομαι].