ἀμφινωμάω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
A surround, A.Fr.304.8.
2 distribute, turn over or peer round, ἀμφὶ ἓ νωμήσας h.Cer.373.
Spanish (DGE)
1 dirigirse a, acercarse a ἀμφὶ ἓ νωμήσας h.Cer.373.
2 hacer dar vueltas, hacer rondar στικτή νιν αὖθις ἀμφινωμήσει πτέρυξ plumas moteadas le recubrirán A.Fr.609.8 (= S.Fr.581.8).
German (Pape)
[Seite 141] ringsumher bewegen, H. h. Cer. 373.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινωμάω: ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 8, = περικυκλῶ, περιβάλλω: - ἀμφιβ. ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 373, ἔνθα φαίνεται ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ: διαιρῶ, χωρίζω εἰς δυό, ῥοιῆς κόκκον... ἀμφὶ ἑ νωμήσας.