ἀμόχθητος

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόχθητος Medium diacritics: ἀμόχθητος Low diacritics: αμόχθητος Capitals: ΑΜΟΧΘΗΤΟΣ
Transliteration A: amóchthētos Transliteration B: amochthētos Transliteration C: amochthitos Beta Code: a)mo/xqhtos

English (LSJ)

ἀμόχθητον, ἄμοχθος, not fatigued Opp.C.1.456. Adv. ἀμοχθήτως = without effort Babr.9.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no trabajoso, que no cansa, δίαιτα Alc.61.12.
2 infatigable ὀπωπαί Opp.C.1.456.
II adv. ἀμοχθήτως = sin fatiga ὄψον ἐλπίσας ἀ. ... ἥξειν Babr.9.2, cf. 103.9.

German (Pape)

[Seite 128] = ἄμοχθος, Eur. Archel. frg. 12; Opp. C. 1, 455; adv. ἀμοχθήτως, Babr. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόχθητος: -ον, = ἄμοχθος, Ὀππ. Κ. 1. 456. - Ἐπίρρ. ἀμοχθήτως Βαβρ. 9. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόχθητος, -ον) μοχθῶ
αυτός που δεν μοχθεί, δεν καταβάλλει πολύ κόπο
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως κόπο, ο άκοπος.

Greek Monotonic

ἀμόχθητος: -ον, = το επόμ.· επίρρ. ἀμοχθήτως, σε Βάβρ.