ἀμύντης

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμύντης Medium diacritics: ἀμύντης Low diacritics: αμύντης Capitals: ΑΜΥΝΤΗΣ
Transliteration A: amýntēs Transliteration B: amyntēs Transliteration C: amyntis Beta Code: a)mu/nths

English (LSJ)

ὁ, defender, Phot. p.96 R., cf. Hdn.Gr.1.78.

Greek Monolingual

ἀμύντης, ο (ΑΜ)
αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή].