ἀνάλλακτος

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλλακτος Medium diacritics: ἀνάλλακτος Low diacritics: ανάλλακτος Capitals: ΑΝΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: anállaktos Transliteration B: anallaktos Transliteration C: anallaktos Beta Code: a)na/llaktos

English (LSJ)

ἀνάλλακτον, unchangeable, Orph.Fr.248.8.

Spanish (DGE)

-ον inmutable ἐφημοσύνη Orph.Fr.248.8.

German (Pape)

[Seite 196] unveränderlich, Orph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλλακτος: -ον, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 3. 8.

Greek Monolingual

και -χτος και -γος, -η, -ο (Α ἀνάλλακτος, -ον)
αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί
2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε
3. αυτός που δεν αντικατέστησε τα βρόμικα εσώρουχά του με καθαρά ή τα καθημερινά του ρούχα με γιορτινά, ρυπαρός, βρόμικος
αρχ.
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀνάλλακτος < ἀν- στερ. + ἀλλακτός < ἀλλάσσω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλλαγιά].