ἀναθεραπεύω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
rear with care, τοὺς βλαστούς Thphr. HP 4.13.3.
Spanish (DGE)
hacer rebrotar τοὺς βλαστούς Thphr.HP 4.13.3.
German (Pape)
[Seite 188] = simpl., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεραπεύω: περιποιοῦμαι μετὰ προσοχῆς, τοὺς βλαστοὺς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 13, 3.
Greek Monolingual
(Α ἀναθεραπεύω)
νεοελλ.
θεραπεύω εκ νέου, ξαναθεραπεύω
αρχ.
περιποιούμαι με προσοχή, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θεραπεύω.