ἀνακριτικός
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
German (Pape)
[Seite 193] zur Untersuchung gehörig.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
gram. interrogativo, modo interrogativo οἱ γὰρ Στωικοὶ ταῖς πέντε ἐγκλίσεσι καὶ ἄλλας δύο προστιθέασι τήν τε ἀνακριτικὴν ... ἀνακριτικὴν μὲν τὴν ἐρωματικήν An.Ox.1.104.
Greek Monolingual
-ή, -ό ανακριτής
ο σχετικός με την ανάκριση ή ο αρμόδιος για τη διεξαγωγή της.