ἀναμφήριστος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφήριστος Medium diacritics: ἀναμφήριστος Low diacritics: αναμφήριστος Capitals: ΑΝΑΜΦΗΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anamphḗristos Transliteration B: anamphēristos Transliteration C: anamfiristos Beta Code: a)namfh/ristos

English (LSJ)

ἀναμφήριστον, = ἀναμφίβολος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.Par.Eu.Io.10.34, cf. Hsch.
2 adv. -ως con claridad δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.Strom.1.21.101.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, gewiß, Nonn. – Adv -ίστως, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφήριστος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφήριστος, -ον) άμφήριστος
αναμφίβολος, αναντίρρητος, βέβαιος.