ἀναπολῶ
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Mantoulidis Etymological
(=ἀναστρέφω τό χῶμα, ἐπαναφέρω στή μνήμη). Ἀπό τό ἀνά + πολέω (πού προέρχεται ἀπό τό πέλω = κινοῦμαι). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀναπόλησις, ἀναπολητέον, ἀναπολητικός.