ἀνεπιτυχής

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

German (Pape)

[Seite 225] ές, nicht erlangend, Artemidor. 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιτῠχής: -ές, = ἀνεπίτευκτος, Ἀρτεμίδ. 4. 24.

Greek Monolingual

ἀνεπιτυχής, -ές)
μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής.