ἀπαλλοτριῶ

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Mantoulidis Etymological

(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό ἀπαλλότριος (ἀπό + ἀλλότριος ἄλλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα).