ἀπανθρακίζω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
broil on the coals, roast, βοῦν ἀπηνθράκιζ' ὅλον Ar. Ra.506, cf. Av.1546, Ph.1.665, Philostr.VA5.25.
Spanish (DGE)
(ἀπανθρᾰκίζω)
asar a la brasa βοῦν Ar.Ra.506, cf. Philostr.VA 5.25
•abs. Ar.Au.1546, Ph.1.665, Hdn.Philet.68.
German (Pape)
[Seite 278] auf Kohlen rösten, braten, Ar. Ran. 507 Av. 1546; nach Suid. auch Geröstetes essen.
French (Bailly abrégé)
faire rôtir ou faire griller sur des charbons.
Étymologie: ἀπό, ἀνθρακίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπανθρᾰκίζω: жарить или печь на углях (βοῦν ὅλον Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπανθρακίζω: ὀπτῶ τι (κοιν. ψήνω) ἐπὶ τῶν ἀνθράκων, βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον Ἀριστοφ. Βάτρ. 506, πρβλ. Ὄρν. 1546, Φίλων 1. 665: ἀπανθράκισμα, τό, τὸ ἐπὶ ἀνθράκων ὀπτηθέν, Ἡσύχ. ἐν λ. χναύματα.
Greek Monolingual
ἀπανθρακίζω (Α)
ψήνω πάνω στα κάρβουνα.
Greek Monotonic
ἀπανθρᾰκίζω: μέλ. -σω, ψήνω στα κάρβουνα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to broil on the coals, Ar.