ἀπαράγραφος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράγρᾰφος Medium diacritics: ἀπαράγραφος Low diacritics: απαράγραφος Capitals: ΑΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: aparágraphos Transliteration B: aparagraphos Transliteration C: aparagrafos Beta Code: a)para/grafos

English (LSJ)

ἀπαράγραφον, incapable of definition, ποσότης Plb.16.12.10.

Spanish (DGE)

-ον indefinible ποσότης Plb.16.12.10.

German (Pape)

[Seite 279] unbegrenzt, nicht zu bestimmen, ποσότης Pol. 16, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράγρᾰφος: не определенный, не поддающийся определению (ποσότης Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράγραφος: -ον, ἀπροσδιόριστος, ποσότης Πολύβ. 16. 12, 10.

Greek Monolingual

ἀπαράγραφος, -ον (Α)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος.