ἀποκυρτόομαι

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκυρτόομαι Medium diacritics: ἀποκυρτόομαι Low diacritics: αποκυρτόομαι Capitals: ΑΠΟΚΥΡΤΟΟΜΑΙ
Transliteration A: apokyrtóomai Transliteration B: apokyrtoomai Transliteration C: apokyrtoomai Beta Code: a)pokurto/omai

English (LSJ)

rise to a convex shape, v.l. for ἀποκορυφόομαι, Hp. Prog.7.

Spanish (DGE)

medic. abultarse, hincharse διαπυήματα ... εἰς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα abscesos que se hacen puntiagudos l. de Gal. a Hp.Prog.7 (var.), Gal.18(2).102, 103.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκυρτόομαι: παθ., πρήσκομαι εἰς κυρτὸν σχῆμα, ὡς τὸ ἀποκορυφοῦμαι, ἐς ὀξὺ ἀποκυρτούμενα διαπυήματα Ἱππ. Προγν. 39.