ἀπολιτικός
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
ἀπολιτική, ἀπολιτικόν, unstatesmanlike, Cic.Att. 8.16.1 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
poco apto para la política de Pompeyo homo ἀπολιτικώτατος Cic.Att.166.1.
German (Pape)
[Seite 312] zu Staatsgeschäften ungeschickt, superl., Cic. Att. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῑτικός: -ή, -όν, ἀκατάλληλος, ἀνίκανος εἰς τὸ πολιτεύεσθαι, Κικ. πρὸς Ἀττ. 8. 16, 1, ἐν τῷ ὑπερθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολιτικός: непригодный для политической деятельности Cic.