ἀποξυρέω
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
v. ἀποξυράω.
German (Pape)
[Seite 317] (ἀποξυρεῖν Ar. Th. 216), abscheeren, vom Kopf- u. Haupthaar; τινὰ τὴν κεφαλὴν ἀποξυρήσας Her. 5, 35; Ar. Thesm. 1043; τὴν κόμην Luc. sacrific. 15.
French (Bailly abrégé)
ἀποξυρῶ :
raser, tondre : τινα τὴν κεφαλήν HDT raser la tête à qqn.
Étymologie: ἀπό, ξυρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξῠρέω:
1 стричь (τινα τὴν κεφαλήν Her.; τινα Arph.);
2 состригать, срезывать (τὴν κόμην Luc.).