ἀπότιμος
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἀπότιμον, put away from honour, stronger than ἄτιμος, Hdt.2.167 (Comp.), S.OT215 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἀπότῑμος) -ον
despreciado ὁρῶν ... πάντας τοὺς βαρβάρους ἀποτιμοτέρους τῶν ἄλλων ἡγημένους πολιητέων τοὺς τὰς τέχνας μανθάνοντας viendo que todos los bárbaros consideran los más despreciados de todos los ciudadanos a los que aprenden oficios Hdt.2.167, τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς de Ares, S.OT 215.
German (Pape)
[Seite 331] (τιμή), 1) = ἄτιμος, Soph. O. R. 215; Her. 2, 167. – 2) ἀπότιμα χρήματα, = ἀποτιμήματα, Dem.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non honoré, non estimé ; déshonoré.
Étymologie: ἀπό, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότῑμος:
1 презираемый, презренный Her., Soph.;
2 (= ἀποτιμημένος) данный в виде обеспечения, заложенный (χρήματα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότῑμος: -ον, ὁ μακρὰν πάσης τιμῆς, ἐντονώτερον τοῦ ἄτιμος, Ἡρόδ. 2. 167· τὸν ἀπότιμον ἐν θεοῖς θεὸν Σοφ. Ο. Τ. 215, πρβλ. ἀπόμισθος, ἀπόξενος. 2) ἀπότιμα χρήματα, τὰ ἀποτετιμημένα, ὑπέγγυα, ὑποτεθέντα, Δημ. σ. 866.2.
Greek Monolingual
ἀπότιμος, -ον (Α) τιμή
1. αυτός που δεν τον τιμούν
2. «ἀπότιμα χρήματα» — υπέγγυα, καθορισμένα για ενέχυρο.
Greek Monotonic
ἀπότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που έχει αποκλεισθεί από την απόδοση τιμής στο πρόσωπό του, ατιμασμένος, σε Ηρόδ., Σοφ.
Middle Liddell
τιμή
put away from honour, dishonoured, Hdt., Soph.