ἀπῆν

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

French (Bailly abrégé)

v. ἄπειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

ἀπῆν: impf. к ἄπειμι I.

Greek Monolingual

αφής και απής (AM ἀφ' ἧς, Μ και ἀφῆν και ἀπῆν)
αφότου, από τότε που
νεοελλ.
1. όταν
2. αφού, επειδή.