ἀραχνός Search Google

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, = ἀράχνης, Aesch. Suppl. 864, zw.

Greek Monolingual

κ. άραχλος -η, -ο
συφοριασμένος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)].