ἀριστίζω

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστίζω Medium diacritics: ἀριστίζω Low diacritics: αριστίζω Capitals: ΑΡΙΣΤΙΖΩ
Transliteration A: aristízō Transliteration B: aristizō Transliteration C: aristizo Beta Code: a)risti/zw

English (LSJ)

give one breakfast, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ar.Eq.538; τούτους ἀρίστισον εὖ Id.Av.659; τὴν πόλιν ἀ. ἐπὶ πενταετίαν IG7.2712.62 (Acraephia):—Med., breakfast, Hp.VM10.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾱ-]
1 dar una comida para celebrar algo, c. ac. ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς Ar.Eq.538, τούτους ... ἀρίστισον εὖ Ar.Au.659, χρηστῶς δηλαδὴ ἠρίστικας <σ>εαυτόν Men.(?) en PKöln 203c.1.10, τὴν πόλιν ... ἐπὶ πενταε[τί] αν IG 7.2712.62 (Acrefia I d.C.), τοῖς τε πολίταις καὶ Ῥωμαίοις καὶ παροίκοις καὶ ξένοις ἀρίστισεν SEG 32.1243.17 (Cime I a./d.C.), ἀρίστισε τὸ πλᾶθος SEG 32.1243.19, τὰς ... παρθένους SEG 26.1826.21 (Cirene II d.C.), definido como ἀρίστου μεταδίδωμί τινι A.D.Synt.280.8.
2 en v. med. almorzar op. δειπνεῖν Hp.VM 10, cf. A.D.Synt.280.3.

German (Pape)

[Seite 352] mit einem Frühstück bewirthen, Ar. Equ. 536 Av. 659; ἀριστίσας ἑαυτόν Diod. com. Ath. VI, 234 c (v. 12); Hippocr. – Med., frühstücken.

French (Bailly abrégé)

donner à dîner à, acc.;
Moy. ἀριστίζομαι dîner.
Étymologie: ἄριστον.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστίζω: (ᾱ) угощать завтраком (τινά Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστίζω: [ᾱρ-]: μέλλ -ίσω, παρέχω εἴς τινα ἄριστον, πρόγευμα, ἀπὸ σμικρᾶς δαπάνης ὑμᾶς ἀριστίζων ἀπέπεμψεν Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· τούτους ἀρίστισον εὖ ὁ αὐτ. Ὄρν. 659· τὴν πόλιν ἀριστίζων ἐπὶ πενταετίαν Ἐπιγρ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 42: ― Μέσ. λαμβάνω ἄριστον, προγευματίζω, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

Greek Monolingual

ἀριστίζω (Α) άριστον
1. προσφέρω πρόγευμα σε κάποιον
2. (-ομαι) προγευματίζω.

Greek Monotonic

ἀριστίζω: [ᾱρ], μέλ. -ίσω (ἄριστον), παρέχω σε κάποιον πρωινό, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἄριστον
to give one breakfast, c. acc. pers., Ar.