ἀστερωτός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἀστερωτή, ἀστερωτόν, starred, φιάλη IG11(2).199B8,42 (iii B. C.); πῖλος Sallust.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que tiene adornos en forma de estrellas φιάλη IG 11(2).199B.8 (Delos III a.C.), πῖλος Sallust.4.7, cf. Iul.Or.8.165
•que tiene manchas en forma de estrellas de los huevos de las gallinas pintadas, Ar.Byz.Epit.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερωτός: -όν, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, Ἰουλιαν. 165Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστερωτός, -ή, -όν)
ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το σχήμα άστρου
2. εκείνος που είναι στολισμένος με διακοσμητικά μοτίβα σε σχήμα άστρου
αρχ.
αυτός που μοιάζει με άστρο, που λάμπει σαν άστρο.