ἀτυφία
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἡ, freedom from arrogance, lack of pride, modesty, frugality, humbleness, humility, Men.304, Plu.2.82b, Jul.Or. 7.214b.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 ausencia de arrogancia u ostentación, modestia τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.Fr.16A, cf. Phld.Coll.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ ἀφέλεια Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.11, τοῦ Σωκράτους Procl.in Alc.312, αἰσχυνομένη Plu.Comp.Lyc.Num.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.Or.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376
•en lit. crist. humildad ἐλαττωτικὸς γὰρ ἑαυτοῦ διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.in Iob 12.4.
2 frugalidad περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.
German (Pape)
[Seite 390] ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
modestie.
Étymologie: ἄτυφος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῡφία: ἡ отсутствие заносчивости, непритязательность, скромность Men., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῡφία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 4, Πλούτ. 2. 582Β.
Greek Monolingual
ἀτυφία, η (Α) άτυφος
έλλειψη αλαζονείας, ταπεινοφροσύνη.