ἀφιδρύομαι
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.