ἀχρησία
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ἡ, (χράομαι) disuse, non-user, Anon. in Rh.17.37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ desuso op. χρῆσις de la riqueza, Anon.in Rh.17.37.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρησία: ἡ, (χράομαι) ἔλλειψις χρήσεως, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρησία) χρήσις
η μη χρησιμοποίηση
νεοελλ.
(νομ.) λόγος απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη εικοσαετία.